- κομίζουσαι
- κομίζωtake care ofpres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόφρων — ο, η, ΝΜΑ, και θηλ. επικ. τ. πρόφρασσα Α ως επίθ. 1. αυτός που είναι διατεθειμένος να κάνει με προθυμία κάτι (α. «πρόφρων κατένευσε Κρονίων», Ομ. Ιλ. β. «πρόφρων σε Ἑρμῆς Ἅιδης τε δέχοιτο», Ευρ.) 2. πρόθυμος, γεμάτος ζήλο («ἀμύνοι πρόφρονι θυμῷ» … Dictionary of Greek
κομίζουσ' — κομίζουσα , κομίζω take care of pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) κομίζουσι , κομίζω take care of pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κομίζουσι , κομίζω take care of pres ind act 3rd pl (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)